- στρογγυλάδα
- η округлость; закруглённость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στρογγυλάδα — η, Ν η ιδιότητα τού στρογγυλού, στρογγυλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγυλός + κατάλ. άδα (πρβλ. ασπρ άδα)] … Dictionary of Greek
στρογγυλάδα — η στρογγυλότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… … Dictionary of Greek
στρογγυλότητα — η / στρογγυλότης, ητος, ΝΑ [στρογγύλος] το να είναι κάτι στρογγυλό, το σχήμα, η μορφή τού στρογγυλού, η στρογγυλάδα νεοελλ. (πετρογρ.) ο βαθμός στον οποίο ένα ιζηματογενές τεμαχίδιο έχει χάσει τις οξύληκτες ακμές και γωνίες του, αλλ.… … Dictionary of Greek
σφαιρικότητα — η το να είναι κάτι σφαιρικό, στρογγυλάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)